φαινολοσουλφονοφθαλεΐνη

φαινολοσουλφονοφθαλεΐνη
η, Ν
1. (ιατρ.-φαρμ.-χημ.) χρωστική ουσία χρησιμοποιούμενη για τη χρωματομέτρηση τού πεχά
2. φρ. «δοκιμασία φαινολοσουλφονοφθαλεΐνης»
ιατρ. παλαιά μέθοδος διερεύνησης τής λειτουργίας τών νεφρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. phenosulfonephtaleine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”